- λαογραφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λαογραφία: Χιλιάδες εκδρομείς επισκέπτονται κάθε χρόνο το λαογραφικό μουσείο της πόλης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τής λαογραφίας («λαογραφική μελέτη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
Μουσείο Ψωμιού Αμφίκλειας — Το πρωτότυπο αυτό λαογραφικό μουσείο πρόκειται να στεγαστεί σε τρεις αίθουσες του Πολιτιστικού Κέντρου του δήμου Αμφίκλειας, στην κάτω πλατεία της πόλης, το οποίο χτίστηκε με δωρεά του ζεύγους Λουκά και Ιουστίνης Παπακώστα. Η ιδέα για τη σύσταση… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek